ὀρθο-έθειρος

ὀρθο-έθειρος

ὀρθο-έθειρος, mit grademporgesträubtem Haare, Orph. H. 18, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλιέθειρος — καλλιέθειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και καλλιέθειρα (Α) αυτός που έχει ωραία μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • κυανέθειρος — κυανέθειρος, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, μαυρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. αγλα έθειρος, ορθο έθειρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοέθειρος — και χρυσοέθειρ, ειρος, ὁ, ἡ, θηλ. και χρυσοέθειρα, Α χρυσομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έθειρος / έθειρ (< ἔθειραι «χαίτη, κόμη, μαλλιά»), πρβλ. ὀρθο έθειρος, ὀξυ έθειρ] …   Dictionary of Greek

  • ψιλέθειρον — τὸ, Α ψίλωθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. επιθ. ψιλέθειρος) < ψιλός + έθειρος (< ἔθειρα «κόμη»), πρβλ. ορθο έθειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”