- ὀρθο-κέρατος
ὀρθο-κέρατος, Erkl. von ὀρϑόκραιρος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-κέρατος, Erkl. von ὀρϑόκραιρος, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
κολοβοκέρατος — κολοβοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρατος (< κέρας), πρβλ. ορθο κέρατος, στρεβλο κέρατος] … Dictionary of Greek
κονδοκέρατος — κονδοκέρατος, ον (Α) αυτός που έχει κοντά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδός «κοντός» + κέρατος (< κέρας), πρβλ. κολοβο κέρατος, ορθο κέρατος] … Dictionary of Greek
οξυκέρατος — ὀξυκέρατος, ον (Α) οξύκερως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέρας, ατος (πρβλ. ορθο κέρατος)] … Dictionary of Greek