ὀρθο-κάρηνος

ὀρθο-κάρηνος

ὀρθο-κάρηνος, wie ὀρϑοκέφαλος, mit aufrechtem Kopfe, Orph. H. 18, 8, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υψηλοκάρηνος — ον, Α υψαύχενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ὀρθο κάρηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”