- ὀρθο-γωνία
ὀρθο-γωνία, ἡ, die Gradwinklichkeit, der rechte Winkel, Archyt. bei Stob. ecl. 1 p. 784.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-γωνία, ἡ, die Gradwinklichkeit, der rechte Winkel, Archyt. bei Stob. ecl. 1 p. 784.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό 1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης). 2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός. 3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία. 4. μτφ., σωστός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίοπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
διόπτρα — Οπτικό όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση. Η δ. αποτελείται από έναν σωλήνα μεταβλητού μήκους, στο ένα άκρο του οποίου είναι στερεωμένοι δύο φακοί (ή συστήματα φακών): o… … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
φιλογώνιος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να ζει σε μια γωνία, να ζει σε απόλυτη ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γωνιος (< γωνία), πρβλ. ὀρθο γώνιος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek