ὀρθο-γράφος

ὀρθο-γράφος

ὀρθο-γράφος, richtig schreibend, Suid. v. ἀνώγεων.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • κακογράφος — ο, η (Μ κακογράφος) αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γράφος* (πρβλ. ορθο γράφος, ψευδο γράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογράφος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων 2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθο γράφος …   Dictionary of Greek

  • ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] …   Dictionary of Greek

  • ψιλογραφώ — ψιλογραφῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. γράφω με πολύ λεπτά και μικρά γράμματα μσν. γράφω με απλό φωνήεν και όχι με δίφθογγο («ταῡτα μὲν πάντα δίφθογγον ἔχειν γραφήν μοι νόει... εἰς α δὲ κλινόμενα πάπα μοι ψιλογράφει», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + γραφῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”