ὀρθο-χαίτης

ὀρθο-χαίτης

ὀρθο-χαίτης, , mit grade emporgesträubten Haaren, Hesych. erkl. ὀρϑόλοφος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοχαίτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ πλαγίαν χαίτην ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + χαίτη (πρβλ. ορθο χαίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”