- ὀρθο-πύγιον
ὀρθο-πύγιον, τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-πύγιον, τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορροπύγιον — ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α) 1. το κάτω άκρο τού οστού τού κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά τής ουράς 2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* «το άκρο τού ιερού οστού» + πύγιον (<… … Dictionary of Greek