- ὀρθο-πόδης
ὀρθο-πόδης, ὁ, = ὀρϑόπους, ἐλέφας, Nonn. D. 28, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθο-πόδης, ὁ, = ὀρϑόπους, ἐλέφας, Nonn. D. 28, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπόδης — και επικ. τ. πουλυπόδης, ὁ, Α το χταπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. ορθο πόδης] … Dictionary of Greek