ὀροβάκχη

ὀροβάκχη

ὀροβάκχη, ἡ, = ὀροβάγχη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀροβάκχη — dodder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβάκχην — ὀροβάκχη dodder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροβάκχης — ὀροβάκχη dodder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροβάγχη — και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • ὀροβάκχαι — ὀροβάκχᾱͅ , ὀροβάκχη dodder fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”