- ὀροβάξ
ὀροβάξ, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀροβάξ, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορόβαξ — ὀρόβαξ, ἡ, και ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό γλυκυσίδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα αξ (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
οροβάδιον — ὀροβάδιον, τὸ (Α) το φυτό ορόβαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κηπ άδιον)] … Dictionary of Greek
ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος … Dictionary of Greek
σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] … Dictionary of Greek