- ὀρθεύω
ὀρθεύω, = ὀρϑόω, ὃς σὸν ὤρϑευεν δέμας, Eur. Or. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθεύω, = ὀρϑόω, ὃς σὸν ὤρϑευεν δέμας, Eur. Or. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορθεύω — ὀρθεύω (Α) [ορθός] ορθώνω («παρῇν τις ἄλλος, ὃς σὸν ὤρθευεν δέμας», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ὀρθεύειν — ὀρθεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρθευεν — ὀρθεύω imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθεύω — (Α) [ορθεύω] κρίνω ορθά … Dictionary of Greek
επορθεύω — ἐπορθεύω (Μ) διορθώνω, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθεύω (< ορθός)] … Dictionary of Greek
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek