- ὀρθιό-κωπος
ὀρθιό-κωπος, aufrecht rudernd, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθιό-κωπος, aufrecht rudernd, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόκωπος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλήρετμος, φιλόκωποι, φιλοναῡται». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κωπος (< κώπη «κουπί»), πρβλ. ὀρθιό κωπος] … Dictionary of Greek