ὀρθό-βολος

ὀρθό-βολος

ὀρθό-βολος, grade geworfen, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόβολος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν ή που τόν χτύπησαν πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ορθό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”