- ὀρθό-νοος
ὀρθό-νοος, zsgn. -νους, grades, richtiges Sinnes, mit gesundem Verstande, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-νοος, zsgn. -νους, grades, richtiges Sinnes, mit gesundem Verstande, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψηλόνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑψηλόνοος, ον, Α 1. υψηλόφρων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηλόνουν κομπορρημοσύνη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + νόος / νοῦς (πρβλ. ὀρθό νους)] … Dictionary of Greek