- ὀρθό-δοξος
ὀρθό-δοξος, recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθό-δοξος, recht meinend, die richtige Meinung habend, Sp., bes. K. S., rechtgläubig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
ισόδοξος — ἰσόδοξος, ον (Α) (γλωσσ. τού ισοκλεής*) ίσος κατά τη δόξα. επίρρ... ἰσοδόξως (Α) με ίση δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
κακόδοξος — η, ο (AM κακόδοξος, ον) αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξος αρχ. αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, ψευδό δοξος] … Dictionary of Greek
κενόδοξος — η, ο (ΑΜ κενόδοξος, ον) αυτός που επιζητεί κενή, μάταιη δόξα, δοξομανής, ματαιόδοξος μσν. 1. αλαζόνας, φαντασμένος, περήφανος 2. το ουδ. ως ουσ. το κενόδοξον α) ματαιοδοξία β) αλαζονεία γ) τα μεγαλεία («ἠρνήθην... καὶ τὰ λαμπρὰ και τὸ κενόδοξόν… … Dictionary of Greek
κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] … Dictionary of Greek
πολύδοξος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και διάφορες γνώμες 2. περίφημος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δοξος (< δόξα «γνώμη»), πρβλ. ορθό δοξος] … Dictionary of Greek
ортодокса́льный — ая, ое; лен, льна, льно. книжн. Последовательный, неуклонно придерживающийся основ какого л. учения, мировоззрения. Всем известно также, что именно пролетарские тенденции движения выражает ортодоксальная, а демократически интеллигентские… … Малый академический словарь
ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… … Dictionary of Greek
θετικοδοξία — η ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θετικός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, ορθο δοξία, πολυ δοξία] … Dictionary of Greek
κουφοδοξία — κουφοδοξία, ἡ (Α) ματαιοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + δοξία (< δοξῶ / δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία, ορθο δοξία] … Dictionary of Greek
σαθροδοξία — ή, Α αστάθεια πίστης ή γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαθρός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. μεγαλο δοξία, ορθο δοξία] … Dictionary of Greek