ὀρθό-κραιρος

ὀρθό-κραιρος

ὀρθό-κραιρος, mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρϑοκραιράων).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισόκραιρος — ἰσόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κραιρος (< κραῑρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ορθό κραιρος, τανύ κραιρος] …   Dictionary of Greek

  • τανύκραιρος — ον, Α αυτός που έχει τεντωμένα, μακριά κέρατα («τανυκραίροισι ἐλάφοισι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ὀρθό κραιρος] …   Dictionary of Greek

  • ομόκραιρος — ὁμόκραιρος, ον (Α) αυτός που έχει όμοια κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κραῖρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. ορθό κραιρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”