- ὀρθ-όμφαλος
ὀρθ-όμφαλος, mit gradaufstehendem Nabel, Schildbuckel, Inscr. 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθ-όμφαλος, mit gradaufstehendem Nabel, Schildbuckel, Inscr. 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόμφαλος — μεσόμφαλος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον το μεσόλοφον* αρχ. (για το ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ομφαλού τής Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῑς χρηστηρίοις», Αισχύλ.) 2. αυτός… … Dictionary of Greek
ορθόμφαλος — ὀρθόμφαλος, ον (Α) (για ασπίδα) αυτή που έχει ομφαλοειδές κόσμημα το οποίο προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ὀμφαλός (πρβλ. μον όμφαλος)] … Dictionary of Greek