- ἀρθρίδιον
ἀρθρίδιον, τό, dim. von ἄρϑρον, M. Ant. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρθρίδιον, τό, dim. von ἄρϑρον, M. Ant. 4, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρθρίδιον — το (Α ἀρθρίδιον) [άρθρον] μικρό άρθρο, σύντομη πραγματεία για κάποιο θέμα … Dictionary of Greek