- ὀρθρίδιος
ὀρθρίδιος, poet. = ὄρϑριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρϑριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρθρίδιος, poet. = ὄρϑριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρϑριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
http://www.zeno.org/Pape-1880.