- ὀρνεό-μικτος
ὀρνεό-μικτος, = Vorigem, Lycophr. 692.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνεό-μικτος, = Vorigem, Lycophr. 692.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιωνόμικτος — οἰωνόμικτος, ον (Α) αυτός που είναι ως προς το ήμισυ οιωνός («οἰωνόμικτον μοῑραν», λυκόφρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μικτός (< μικτός < μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος, ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek
θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] … Dictionary of Greek