- ὀρνεό-βρωτος
ὀρνεό-βρωτος, von Vögeln gefressen, Suid., Erkl. von οἰωνόβρωτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνεό-βρωτος, von Vögeln gefressen, Suid., Erkl. von οἰωνόβρωτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] … Dictionary of Greek
ψυλλόβρωτος — ον, ΜΑ (για φυτά) αυτός που καταφαγώθηκε από ψύλλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος / ψύλλα + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. ὀρνεό βρωτος] … Dictionary of Greek