ὀρεί-τροφος

ὀρεί-τροφος

ὀρεί-τροφος, auf Bergen ernährt, erzogen, gewachsen, Schol. Lycophr. 675.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υδατότροφος — ον, Μ ὑδατοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ορεί τροφος] …   Dictionary of Greek

  • ορείτροφος — ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί τροφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”