- ὀρεί-πλανος
ὀρεί-πλανος, = Vorigem, Nonn. D. 16, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεί-πλανος, = Vorigem, Nonn. D. 16, 184.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορείπλανος — ὀρείπλανος και ὀρίπλανος, ον (Α) ορείπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι (βλ. λ. όρος [II]) + πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. αλίπλανος, νυκτί πλανος] … Dictionary of Greek