ὀρειάς

ὀρειάς

ὀρειάς, άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορειάς — η (Α ὀρειάς, άδος) (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ορειάδες νύμφες που κατοικούσαν στα όρη και τά προστάτευαν αρχ. ως επίθ. αυτή που ανήκει στα όρη («πέτρα ὀρειάς» βράχος τού βουνού, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρειος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Ὀρείας — Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem acc pl Ὀρείᾱς , Ὀρείη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρείας — ὀρείᾱς , ὄρειος of fem acc pl ὀρείᾱς , ὄρειος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδα — ὀρειάς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδες — ὀρειάς of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδι — ὀρειάς of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάδος — ὀρειάς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσι — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειάσιν — ὀρειάς of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεάδας — ὀρειάς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”