- ὀργιάς
ὀργιάς, άδος, ἡ, fem. zu ὀργιαστικός, ἑορταί, Maneth. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργιάς, άδος, ἡ, fem. zu ὀργιαστικός, ἑορταί, Maneth. 4, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργιάς — ὀργιάς, άδος, ἡ (Α) (για εορτή) γεμάτη έκσταση και μυστικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργιώ + επίθημα άς, άδος (πρβλ. μαίνομαι: μαινάς)] … Dictionary of Greek
ὀργίας — ὀργίᾱς , ὀργιάω to be fierce imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιά — ὀργιάς ecstatic and mystic fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργιάδεσσιν — ὀργιάς ecstatic and mystic fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργιαίος — και οργυιαίος, α, ο (Α ὀργυιαῑος, αία, ον) [οργιά] αυτός που έχει μήκος ή ύψος μιας οργιάς … Dictionary of Greek