ὀρει-νόμος

ὀρει-νόμος

ὀρει-νόμος, auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορεινόμος — ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, ον) 1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.) 2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КЛАДА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κλαδᾶς] (2 я пол. XIV нач. XV в.), лампадарий Великой ц. в К поле, визант. мелург, учитель пения. Впервые упоминается в каталоге архиеп. Кирилла Мармаринского (сер. XVIII в.) (БАН. РАИК. № 63. Л. 19 об., рубеж XVIII и XIX вв.).… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”