- ἀργι-βόειος
ἀργι-βόειος, Εὔβοια, mit weißen Rindern, Ael. H. A. 12, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργι-βόειος, Εὔβοια, mit weißen Rindern, Ael. H. A. 12, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβόειος — ον και επικ. τ. πολυβόειος, εία, ον, Α καλυμμένος με πολλά δέρματα βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόειος (< βοῦς), πρβλ. αργι βόειος] … Dictionary of Greek
αργιβόειος — ἀργιβόειος, η (Α) αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)] … Dictionary of Greek