- ὀργεωνικόν
ὀργεωνικόν, δεῖπνον, ein Opferschmaus der ὀργεῶνες, Ath. V, 185 f; neben φρατρικόν, vgl. Phot. lexic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργεωνικόν, δεῖπνον, ein Opferschmaus der ὀργεῶνες, Ath. V, 185 f; neben φρατρικόν, vgl. Phot. lexic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργεωνικός — ὀργεωνικός, ή, όν (Α) [οργεώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργεώνες («δεῑπνον ὀργεωνικόν», Αθήν.) … Dictionary of Greek