ὀρειχάλκινος

ὀρειχάλκινος

ὀρειχάλκινος, aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορειχάλκινος — η, ο (Α ὀρειχάλκινος, ίνη, ον) [ορείχαλκος] κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν 2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» η δεύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ορειχάλκινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ορείχαλκο: Ορειχάλκινο άγαλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρειχαλκίνην — ὀρειχάλκινος of orichalc fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρειχαλκίνῃ — ὀρειχάλκινος of orichalc fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

  • μπρού(ν)τζινος — η, ο [μπρούντζος] 1. κατασκευασμένος από μπρούντζο, ορειχάλκινος 2. αυτός που έχει το χρώμα τού μπρούντζου, τού ορειχάλκου 3. μτφ. (για πρόσ.) α) επίμονος, σκληροτράχηλος, ξεροκέφαλος β) νωθρός στη σκέψη, ανόητος, βλάκας …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • παφιλένιος — και παφυλλένιος και μπαφιλένιος ια, ιο [πάφιλας] 1. ο κατασκευασμένος από πάφιλα, ο ορειχάλκινος 2. συνεκδ. αυτός που έχει μικρή αξία, ο ευτελής …   Dictionary of Greek

  • πλήμνη — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (αυτοκ.) το κέντρο τού τροχού, από το οποίο περνά ο άξονας και πάνω στο οποίο στηρίζεται το σώτρο, η ζάντα, ή οι ακτίνες, κν. ταμπούρο 2. ναυτ. ορειχάλκινος ή δερμάτινος δακτύλιος ο οποίος προσαρμόζεται στο τρήμα μιας τροχαλίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”