ὀρεκτικός

ὀρεκτικός

ὀρεκτικός, die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιϑυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορεκτικός — ορεκτικός, ή, ό και ορεχτικός, ή, ό 1. για φαγητό, αυτός που κινεί την όρεξη: Ορεκτικά φαγητά. 2. αυτός που προκαλεί τον πόθο, την επιθυμία του άλλου: Ορεκτική γυναίκα. 3. ως ουσ., ορεκτικό, το και ορεκτικά, τα καθετί που τρώγεται πριν από το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρεκτικός — appetitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) …   Dictionary of Greek

  • ὀρεκτικά — ὀρεκτικός appetitive neut nom/voc/acc pl ὀρεκτικά̱ , ὀρεκτικός appetitive fem nom/voc/acc dual ὀρεκτικά̱ , ὀρεκτικός appetitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικῶν — ὀρεκτικός appetitive fem gen pl ὀρεκτικός appetitive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικόν — ὀρεκτικός appetitive masc acc sg ὀρεκτικός appetitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικαῖς — ὀρεκτικός appetitive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικαί — ὀρεκτικός appetitive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικοί — ὀρεκτικός appetitive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικοῦ — ὀρεκτικός appetitive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρεκτικούς — ὀρεκτικός appetitive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”