ὀρει-τύπος

ὀρει-τύπος

ὀρει-τύπος, in den Gebirgen hauend; Holz fällend, Pers. Theb. 7 (VII, 445), wo auf dem Grabe als Zeichen ihres Gewerbes δουροτόμοι πελέκεις abgebildet sind; Steine behauend, übh. Bergarbeit verrichtend (?). – Aber ὀρειτύποι Γίγαντες sind die Giganten, welche mit abgerissenen Bergspitzen um sich schlagen, poet. in VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαοτύπος — λαοτύπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ λαοτύπος λιθοτόμος, γλύπτης αρχ. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ορει τύπος, χοροι τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ …   Dictionary of Greek

  • λατύπος — λατύπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει τύπος, χαμαι τύπος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτύπος — ον, Α 1. αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοτύπος χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. λα τύπος, ὀρει τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] …   Dictionary of Greek

  • σφυροτυπία — ἡ, Μ σφυροκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + τυπία (< τυπος < τύπτω «κτυπώ»), πρβλ. ορει τυπία] …   Dictionary of Greek

  • АВКСЕНТИЙ ВИФИНСКИЙ — Прп. Авксентий Вифинский. Миниатюра из Минология XI в. (ГИМ) Прп. Авксентий Вифинский. Миниатюра из Минология XI в. (ГИМ) [греч. Αὐξέντιος] (ок. 420, Сирия ок. 470, Вифиния), прп. (пам. 14 февр.; 28 янв., 12, 15 февр., 15 апр.), отшельник,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”