λαοτύπος — λαοτύπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ λαοτύπος λιθοτόμος, γλύπτης αρχ. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ορει τύπος, χοροι τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ … Dictionary of Greek
λατύπος — λατύπος, ὁ (Α) αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει τύπος, χαμαι τύπος] … Dictionary of Greek
χαλκοτύπος — ον, Α 1. αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοτύπος χαλκουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τύπος (< τύπτω), πρβλ. λα τύπος, ὀρει τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ορειτύπος — ὀρειτύπος και ὀρεοτύπος και ὀροιτύπος και ὀροτύπος, ον (Α) αυτός που εργάζεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεο / ὀρο / ὀροι (βλ. λ. όρος [II]) + τύπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκο τύπος] … Dictionary of Greek
σφυροτυπία — ἡ, Μ σφυροκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + τυπία (< τυπος < τύπτω «κτυπώ»), πρβλ. ορει τυπία] … Dictionary of Greek
АВКСЕНТИЙ ВИФИНСКИЙ — Прп. Авксентий Вифинский. Миниатюра из Минология XI в. (ГИМ) Прп. Авксентий Вифинский. Миниатюра из Минология XI в. (ГИМ) [греч. Αὐξέντιος] (ок. 420, Сирия ок. 470, Вифиния), прп. (пам. 14 февр.; 28 янв., 12, 15 февр., 15 апр.), отшельник,… … Православная энциклопедия