- ἀργι-πόδης
ἀργι-πόδης, χίμαρος, weiß- od. springfüßig, Phani. 5 (VI, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργι-πόδης, χίμαρος, weiß- od. springfüßig, Phani. 5 (VI, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργιπόδης — ἀργιπόδης, ο (Α) αυτός που έχει λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. ωκυπόδης, αιγοπόδης κ.ά.)] … Dictionary of Greek