- ὀρει-πτελέα
ὀρει-πτελέα, ἡ, Bergulme, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-πτελέα, ἡ, Bergulme, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορειπτελέα — ὀρειπτελέα και ὀρειοπτελέα, ἡ (Α) το φυτό πτελέα η ορεινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρειο (βλ. λ. όρος [II]) + πτελέα «είδος φυτού»] … Dictionary of Greek