- ὀρνύω
ὀρνύω, = ὄρνυμι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνύω, = ὄρνυμι, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνύω — ὄρνυμι ṛṇóti pres subj act 1st sg ὄρνυμι ṛṇóti pres subj act 1st sg ὄρνυμι ṛṇóti pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek