- ὀρνύφιον
ὀρνύφιον, τό, dim. von ὄρνις, Vögelchen, Ael. H. A. 9, 37. Vgl. ὀρνίφιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνύφιον, τό, dim. von ὄρνις, Vögelchen, Ael. H. A. 9, 37. Vgl. ὀρνίφιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρνύφιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνύφια — ὀρνύφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek