- ὀρόβακχος
ὀρόβακχος, ὁ, die Frucht des παλίουρος, Nic. Ther. 869, nach dem Schol. zur Stelle ἡ ἐξάνϑησις τῶν ῥοιῶν; – aber auch = σκύτινοι ἀσκοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρόβακχος, ὁ, die Frucht des παλίουρος, Nic. Ther. 869, nach dem Schol. zur Stelle ἡ ἐξάνϑησις τῶν ῥοιῶν; – aber auch = σκύτινοι ἀσκοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορόβακχος — ὀρόβακχος, ὁ (Α) [ορόβαξ] 1. φρ. «ὀρόβακχοι σίδης» α) καρπός τής ροδιάς, το ρόδι β) δερμάτινα ασκιά 2. ως κύριο όν. Ὀρόβακχος βλ. Ορίβακχος … Dictionary of Greek
ὀρόβακχος — fruits masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροβάκχους — ὀρόβακχος fruits masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβακχοι — ὀρόβακχος fruits masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ορίβακχος — Ὀρίβακχος και Ὀρόβακχος, ὁ (Α) προσωνυμία που αποδόθηκε στον Βάκχο επειδή οι οργιαστικές τελετές γίνονταν στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρι / ορο (βλ. λ. όρος [II]) + Βάκχος] … Dictionary of Greek