- ὀρόβιον
ὀρόβιον, τό, dim. von ὄροβος, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρόβιον, τό, dim. von ὄροβος, Hippocr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρόβιον — meal made from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροβίου — ὀρόβιον meal made from neut gen sg ὀροβίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροβίων — ὀρόβιον meal made from neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροβίῳ — ὀρόβιον meal made from neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρόβια — ὀρόβιον meal made from neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορβιοποιώ — ὀρβιοποιῶ, έω (ΑΜ) συσκευάζω ορόβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρόβιον «είδος κτηνοτροφικού φυτού» + ποιῶ (< ποιός*)] … Dictionary of Greek
ορβιοπώλης — ὀρβιοπώλης και ορβοπώλης, o (ΑΜ) πωλητής ορόβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρόβιον / ὄροβος «είδος κτηνοτροφικού φυτού» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
ορόβι — το (Α ὀρόβιον) [όροβος] νεοελλ. το ετήσιο κτηνοτροφικό φυτό όροβος, το ρόβι αρχ. 1. υποκορ. τού όροβος 2. αλεύρι παρασκευασμένο από όροβο, από ρόβι 3. είδος καταποτίου με μέγεθος ορόβου 4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλης εἶδος» … Dictionary of Greek
ρόβι — το, και ρόβη, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Ervum ervilia τού γένους όροβος, που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες τής τάξης φαβώδη και το οποίο καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τους καρπούς και μερικές φορές για τον σανό του, που αποτελούν … Dictionary of Greek