- ὀρχήστριον
ὀρχήστριον, τό, dim. von ὀρχήστρα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχήστριον, τό, dim. von ὀρχήστρα, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχήστριον — ὀρχήστριον, τὸ (Α) [ορχήστρα] υποκορ. τού ορχήστρα … Dictionary of Greek
ὀρχήστριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φόγκλερ, Γκέοργκ Γιόζεφ — (Vogler, Βίρτσμπουργκ 1749 – Ντάρμστατ 1814). Γερμανός συνθέτης και μουσικοθεωρητικός. Αφού συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στην Μπολόνια με τον διάσημο μοναχό Μαρτίνι, το 1773 έγινε κληρικός και, γνωστός ως αβάς Φ., ανέλαβε ανώτερες θέσεις… … Dictionary of Greek
ԿԱՔԱՒԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1080 Chronological Sequence: 6c գ. ὁρχήστρα, ὁρχήστριον orchestra; pars theatri, in qua chorus saltabat. Տեղի կաքաւելոյ եւ պարուց ʼի թատրոնի. *Զայսոսիկ բազում դրամաւ (կամ դրամօք) ʼի կաքաւարանն վարեաց իբր ʼի ձիընթացս մարտիկ ոք. Փիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὀρχήστρια — dancing girl fem nom/voc sg ὀρχήστριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)