- ἀρχί-κλωψ
ἀρχί-κλωψ, ωπος, ὁ, Diebsanführer, Plut. Arat. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχί-κλωψ, ωπος, ὁ, Diebsanführer, Plut. Arat. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχίκλωψ — ἀρχίκλωψ ( ωπος), ο (Α) ο αρχηγός κλεφτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + κλωψ «κλέφτης»] … Dictionary of Greek