- ἀρχέτας
ἀρχέτας, ὁ, dor. = ἀρχέτης, Führer, Herrscher, Eur. El. 1149; als adj., ϑρόνος, Herrscherthron, Heraclid. 753.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχέτας, ὁ, dor. = ἀρχέτης, Führer, Herrscher, Eur. El. 1149; als adj., ϑρόνος, Herrscherthron, Heraclid. 753.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχέτας — ἀρχέτας, ο δωρ. (Α) 1. ο αρχηγός, ο ηγέτης 2. ως επίθ. ο ηγεμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω ή αρχός ή αρχή] … Dictionary of Greek
ἀρχέτας — ἀρχέτᾱς , ἀρχέτας leader masc acc pl ἀρχέτᾱς , ἀρχέτας leader masc nom sg (epic doric aeolic) ἀρχέτᾱς , ἀρχέτης masc acc pl (doric) ἀρχέτᾱς , ἀρχέτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέταις — ἀρχέτας leader masc dat pl ἀρχέτης masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέταν — ἀρχέτᾱν , ἀρχέτας leader masc acc sg (epic doric aeolic) ἀρχέτας leader masc acc sg ἀρχέτᾱν , ἀρχέτης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀρχέτης masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέτην — ἀ̱ρχέτην , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) ἄρχω to be first imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) ἀρχέτας leader masc acc sg (attic epic ionic) ἀρχέτης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχέτω — ἄρχω to be first pres imperat act 3rd sg ἀρχέτας leader masc gen sg (attic epic ionic) ἀρχέτης masc gen sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)