ἀρχέ-τυπος

ἀρχέ-τυπος

ἀρχέ-τυπος, e. gtl. zuerst geprägt, τὸ ἀρχέτυπον, das Urbild, Original, Arist.; Cic. Att. 12, 5. 16, 3. Bei Luc. Alex. 21 das Urbild des Siegels; vgl. Lucill. 83 (XI, 253); übh. Bild, Ep. ad. 307 (Plan. 151).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοτύπος — ζῳοτύπος, ον (Α) 1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ απομίμηση τής φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη) 2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με… …   Dictionary of Greek

  • θεότυπος — θεότυπος, ον (AM) ο όμοιος με τον θεό, ο φτιαγμένος κατ εικόνα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ τυπος, πρωτό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • κακέκτυπος — η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπα τα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”