- ὀρχάς
ὀρχάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχάς, άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχάς — enclosing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχάς — (I) ὀρχάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς περίβολος αἱμασιά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)]. (II) ὀρχάς, άδος, ἡ (Α) είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
ὀρχάδες — ὀρχάς enclosing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχάδος — ὀρχάς enclosing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχάδων — ὀρχάς enclosing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
рожон — род. п. жна кол, острый шест , рожны мн. навозные вилы , укр. рожен, род. п. жна, русск. цслав. ражьнъ – то же (Златоструй ХII в.; см. Срезн. III, 19), раждьнъ кол; вилка , Иерем. (Упырь; см. Срезн., там же), болг. ръжен кочерга, вертел ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… … Dictionary of Greek
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek