- ἀρχο-λίπαρος
ἀρχο-λίπαρος, ὁ λιπαρῶν ἵνα ἀρχῆς τύχῃ, Eust. 211; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχο-λίπαρος, ὁ λιπαρῶν ἵνα ἀρχῆς τύχῃ, Eust. 211; E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχολίπαρος — ἀρχολίπαρος, ον (Μ) αυτός που κολακεύει και εκλιπαρεί τους ισχυρούς για να ανέβει σε κάποιο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχο * + λιπαρός] … Dictionary of Greek