- ὀρχηδόν
ὀρχηδόν, der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχηδόν, der Reihe nach, Mann für Mann, Her. 7, 144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχηδόν — ὀρχηδόν (Α) επίρρ. βλ. ορχιδόν … Dictionary of Greek
ὀρχηδόν — in a row indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχιδόν — ὀρχιδόν ή ὀρχηδόν (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡβηδόν» 2. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή, κατ άλλη ερμ., με την προϋπόθεση ότι είναι έφηβοι («ἔμελλον λέξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀρχιδόν / ὀρχηδόν… … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek