- ὀρχηματικός
ὀρχηματικός, zum Tanze gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχηματικός, zum Tanze gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχηματικός — ὀρχηματικός, ή, όν (Μ) [όρχημα] αυτός που αναφέρεται στον χορό … Dictionary of Greek
ὀρχηματικόν — ὀρχηματικός belonging to the dance masc acc sg ὀρχηματικός belonging to the dance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηματική — ὀρχηματικός belonging to the dance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)