ἀρχαιο-πινής

ἀρχαιο-πινής

ἀρχαιο-πινής, ές (πίνος), mit dem Rost, den Spuren des Alterthums versehen, D. Hal. de vi Dem. 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακοπινής — κακοπινής, ές (Α) υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.). επίρρ... κακοπινῶς (Α) με φαύλο τρόπο, βδελυρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο πινής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”