- ἀρχαιο-πρεπής
ἀρχαιο-πρεπής, ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχαιο-πρεπής, ές, durch Alterthum ehrwürdig, τιμαί Aesch. Prom. 406; übh. = alterthümlich, Plat. Soph. 229 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κομψοπρεπής — ές (Α κομψοπρεπής, ές) ο κομψός στους τρόπους και στην εμφάνιση. επίρρ... κομψοπρεπώς κομψά, με κομψότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, αρχαιο πρεπής] … Dictionary of Greek
κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής … Dictionary of Greek
πολυπρεπής — ές Α πολύ διαπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής, μεγαλο πρεπής] … Dictionary of Greek
συμπαθοπρεπώς — Μ επίρρ. με τρόπο που αρμόζει σε πρόσωπο συμπαθές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *συμπαθοπρεπής (< συμπαθής + πρεπής [< πρέπω], πρβλ. αρχαιο πρεπής) + επιρρμ. κατάλ. ῶς … Dictionary of Greek
ευσεβοπρεπώς — εὐσεβοπρεπῶς (Μ) επίρρ. με τρόπο που αρμόζει σε ευσεβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + πρεπώς (< πρεπής), πρβλ. αξιο πρεπώς, αρχαιο πρεπώς] … Dictionary of Greek