ὀρχείδιον

ὀρχείδιον

ὀρχείδιον, τό, dim. von ὄρχις, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορχείδιον — ὀρχείδιον, τὸ (Α) βλ. ορχίδιον …   Dictionary of Greek

  • ορχίδιον — ὀρχίδιον και ὀρχείδιον, τὸ (Α) [όρχις (II)] υποκορ. τού όρχις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”