ἀρχ-ιέρεως

ἀρχ-ιέρεως

ἀρχ-ιέρεως, , ion., dasselbe, Her. 2, 37; Dio C.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • архиѥрѣѥвъ — (6) пр. к архиѥрѣи: ѥгда на Персѩны оумыслихъ воиноу и не дерзовахъ, зане многа сила ихъ, и ˫авимисѩ въ снѣ ѡбразомь симь архиѥрѣѥвомь || б҃ъ и дерзати ми повелѣ и на поспѣшьствиѥ прити (τοῦ ἀρχ ιερέως) ΓΑ XIII XIV, 29а б; анг҃лъ г(с)нь || ре(ч)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • πάροικος — Καθημερινή ελληνική εφημερίδα με έδρα το Κάιρο. Ιδρύθηκε από τον Ν. Ποτήρη. Το πρώτο φύλλο του κυκλοφόρησε στις 18 Απριλίου 1953 και το τελευταίο του στις 24 Ιανουαρίου 1961. * * * ο / πάροικος, ον, ΝΜΑ ως ουσ. αυτός που διαμένει μόνιμα σε ξένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”