ἀρχι-θέωρος

ἀρχι-θέωρος

ἀρχι-θέωρος, , der Erste, Anführer einer heiligen Gesandtschaft (ϑεωρία), vgl. Wolf Lept. p. xc; Andoc. 1, 132. 4, 29, als Leiturgie; Arist. Nicom. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”